- πολυφλέγματος
- πολυ-φλέγμᾰτος, ον,A having much phlegm, Ptol.Tetr. 151, Antyll. ap. Orib.6.8.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολυφλέγματος — ον, Α αυτός που έχει πολύ φλέγμα, μεγάλη ψυχρότητα, αδιαφορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φλέγματος (< φλέγμα, ατος), πρβλ. λευκο φλέγματος] … Dictionary of Greek
πολυφλεγμάτοις — πολυφλέγματος having much phlegm masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυφλεγμάτους — πολυφλέγματος having much phlegm masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)